γαργαρίζει

γαργαρίζει
γαργαρίζω
gargle
pres ind mp 2nd sg
γαργαρίζω
gargle
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαργαρίζω — (AM γαργαρίζω) κάνω γαργάρα, πλένω το στόμα και τον φάρυγγα με υγρό κρατώντας το κεφάλι προς τα πίσω και κάνοντας φυσαλλίδες μσν. νεοελλ. σκούζω, βγάζω άναρθρη κραυγή νεοελλ. 1. (για νερό) κελαρύζω, τρέχω με παφλασμό ευχάριστο στην ακοή 2. βγάζω… …   Dictionary of Greek

  • γαργαρίζω — γαργάρισα, κελαρύζω: Το ποτάμι γαργαρίζει καθώς κατεβαίνει από το βουνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”